Το λιποίδημα είναι μια νοσογόνος κατάσταση αφορά σχεδόν αποκλειστικά το γυναικείο φύλο, και ορίζεται ως η ασύμμετρη κατανομή και εντοπισμένη συσσώρευση υπερβολικού λίπους στα κάτω άκρα του σώματος, κυρίως στους γλουτούς, τους μηρούς και τις γάμπες. Συνήθως δεν ανταποκρίνεται στις παραδοσιακές μεθόδους απώλειας βάρους και επιδεινώνεται με την ηλικία. Εκτός από την αισθητική διαταραχή με ανομοιογενείς διογκώσεις λίπους στα κάτω άκρα, οι γυναίκες περιγράφουν επίσης οίδημα και πόνο στα κάτω άκρα, ιδιαίτερα κατά την πίεση, καθώς και εύκολους μώλωπες. Δεν είναι συνήθης διαταραχή, αλλά αφορά περίπου το 11% του γυναικείου πληθυσμού (1 στις 9 γυναίκες) με τυπική έναρξη κατά την εφηβεία, την εγκυμοσύνη ή την εμμηνόπαυση είτε μετά από γυναικολογικές επεμβάσεις.
Συχνά διαγιγνώσκεται λανθασμένα ως παχυσαρκία και συγχέεται μερικές φορές με το λεμφοίδημα, αλλά παραμένουν δύο εντελώς διαφορετικές καταστάσεις. Παρόλα αυτά, το λιποίδημα μπορεί να οδηγήσει σε λεμφοίδημα όμως δεν επηρεάζει την άκρα χείρα ή τον άκρο πόδα.